- σιγαροθήκη
- η, Νβλ. τσιγαροθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγαροθήκη — και λόγιος τ. σιγαροθήκη, η, Ν θήκη τσιγάρων, ταμπακιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + θήκη. Ο τ. σιγαροθήκη μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
ταμπακιέρα — Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα … Dictionary of Greek